παραγγελιοδοχικός

παραγγελιοδοχικός
η , ό[ν] принимающий и исполняющий заказы (в торговле);

παραγγελιοδοχικές εργασίες — приём и исполнение заказов;

παραγγελιοδοχικό τμήμα — стол заказов;

παραγγελιοδοχικό γραφείο — бюро заказов; — бюро обслуживания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραγγελιοδοχικός" в других словарях:

  • παραγγελιοδοχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραγγελιοδόχο 2. φρ. «παραγγελιοδοχική λογιστική» (οικον.) τομέας τής λογιστικής που έχει ως αντικείμενο τις εγγραφές που απεικονίζουν τις συναλλαγές τού παραγγελιοδόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελιοδόχος.… …   Dictionary of Greek

  • παραγγελιοδοχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον παραγγελιοδόχο: Η τελειοποίηση των μέσων μαζικής ενημερώσεως και επικοινωνιών περιόρισε τις παραγγελιοδοχικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»